αλάργος

αλάργος
ο
ο αλαργινός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αλάργα.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλαργογείτονας, αλαργοτάξιδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλάργα — και αλάργου επίρρ. 1. (για απόσταση) μακριά, από μακριά 2. (για χρόνο) σε αραιά χρονικά διαστήματα, κάπου κάπου, σιγά σιγά 3. Ναυτ. ανοιχτά τού πελάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Επιρρ. φράση alla larga «στο ανοιχτό πέλαγος». ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργαθε,… …   Dictionary of Greek

  • αλαργογείτονας — ο ο μακρινός γείτονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργος + γείτονας] …   Dictionary of Greek

  • αλαργοτάξιδος — η, ο αυτός που ταξιδεύει ή ταξίδεψε σε μακρινούς τόπους («θα πάω μ’ αλαργοτάξιδο καράβι εγώ στα ξένα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργος + ταξίδι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”